Λέξη: περίγραμμα
Σχετικές λέξεις: περίγραμμα
περίγραμμα προσώπου, περίγραμμα σελίδας word 2003, περίγραμμα θέσης, περίγραμμα χάρτη ελλάδας, περίγραμμα σελίδας word 2007, περίγραμμα σελίδας, περίγραμμα στο photoshop, περίγραμμα χειλιών, περίγραμμα θέσης εργασίας, περίγραμμα μαθήματος
Συνώνυμα: περίγραμμα
περίμετρος, όριο, γύρος, περιφέρεια, περιγραφή, σχεδιάγραμμα, υποτύπωση, σκιαγραφία, σχεδιογράφημα, υποστήριγμα δόκου, ορισμός
Μεταφράσεις: περίγραμμα
περίγραμμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
template, outline, contour, border, contours
περίγραμμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contorno, esquema, esbozo, bosquejo, perfil
περίγραμμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorlage, schablone, zeichenschablone, Umriss, Kontur, Abriss, Entwurf, Skizze
περίγραμμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
modèle, contour, aperçu, plan, grandes lignes, schéma
περίγραμμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contorno, profilo, schema, contorni, quadro
περίγραμμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
molde, tempestade, esboço, contorno, esquema, estrutura de tópicos, do esboço
περίγραμμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sjabloon, patroon, schets, omtrek, omlijning, overzicht, lijnen
περίγραμμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шаблон, лекало, план, контур, наброски, схема, набросок
περίγραμμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omriss, omrisset, disposisjonen, disposisjon, oversikt
περίγραμμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontur, översikten, disposition, skissera, konturerna
περίγραμμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ääriviivat, outline, jäsennys, luonnos, pääpiirteet
περίγραμμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skitse, omrids, oversigt, skitsere, kontur
περίγραμμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzor, šablona, obrys, přehled, nástin, osnovy, outline
περίγραμμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szablon, zarys, kontur, szkic, plan, schemat
περίγραμμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vázlat, vázlatot, körvonal, vázlatát, körvonala
περίγραμμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taslak, anahat, ana hatları, hatları, çerçeve
περίγραμμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шаблон, план, плану
περίγραμμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skicë, përshkruajë, përmbledhje, të përshkruajë, përshkrim
περίγραμμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шаблон, очертание, контури, контур, очертават, очертае
περίγραμμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
план, плян
περίγραμμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mall, kontuur, ülevaade, ülevaate, üldjoontes, piirjooned
περίγραμμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šablona, predložak, obris, konture, skica, okvirni, obrisi
περίγραμμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útlínur, yfirlit, grein, útlína
περίγραμμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metmenys, kontūras, kontūro, planas, kontūrai
περίγραμμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kontūra, izklāsts, plāns, izklāstu, kontūras
περίγραμμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преглед, скица, контури, краток преглед, линијата
περίγραμμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
schiță, contur, plan, conturul, prezentare
περίγραμμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šablona, forma, vzor, oris, obris, Načrt, osnutek, pregled
περίγραμμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vzor, forma, šablóna, obrys, obrysu, obrysy, rozchod
Τυχαίες λέξεις