Brnąć στα ελληνικά

Μετάφραση: brnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραπαίω, παραδέρνω, μπερδεύω, συγχέω, ανακατεύω, αγωνίζομαι, αγώνας, υδροβατώ, τσαλαβουτώ, Wade, ο Wade, στο wade
Brnąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brezent στα ελληνικά - καμβάς, μουσαμάς, καμβά, μουσαμά, σε καμβά
  • brnięcie στα ελληνικά - παραπαίω, παραδέρνω, trudging, πεζοπορώντας
  • broczyć στα ελληνικά - ρέω, ροή, εμβρέχω, κηλιδώ
  • broda στα ελληνικά - γένι, καλαμιές, γένια, μούσι, γενειάδα, τα γένια, γενειάδας
Τυχαίες λέξεις
Brnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραπαίω, παραδέρνω, μπερδεύω, συγχέω, ανακατεύω, αγωνίζομαι, αγώνας, υδροβατώ, τσαλαβουτώ, Wade, ο Wade, στο wade