Buduarowy στα ελληνικά
Μετάφραση: buduarowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικείος, στενός, ενδόμυχος
Μεταφράσεις
- budownictwo στα ελληνικά - στεγαστικός, κτήριο, αρχιτεκτονική, προσγειώνομαι, ανέγερση, έδαφος, στέγαση, ...
- buduar στα ελληνικά - μπουντρούμι, μπουντουάρ, boudoir, ιδιαίτερο δωμάτιο κυρίας
- budulec στα ελληνικά - ξυλεία, ξυλείας, ξύλο, ξύλου, της ξυλείας
- budynek στα ελληνικά - οίκος, κτήμα, σπίτι, πλοίο, ακίνητο, κατασκευή, περιουσία, ...
Τυχαίες λέξεις
Buduarowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικείος, στενός, ενδόμυχος
Μεταφράσεις: οικείος, στενός, ενδόμυχος