Λέξη: καταδύομαι
Συνώνυμα: καταδύομαι
βουτώ, ενώνομαι, ενώνω, συνενώνω, καταδύω, συγχωνεύω, βυθίζω, καλύπτω με ύδωρ, βυθίζομαι
Μεταφράσεις: καταδύομαι
καταδύομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dive, plunge, submerse, submerge, merge
καταδύομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hundir, hundirse, saltar, bucear, zambullirse, sumergir, inmersión, zambullida, buceo, de buceo
καταδύομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tauchen, kopfsprung, hechtsprung, Sturzflug, Sprung, Tauch, Tauchgang
καταδύομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouge, plongez, sauter, plongeons, lancer, plongent, noyer, inonder, plongeur, enfoncer, immersion, submerger, immerger, plonger, plonge, scaphandrier, plongeon, piqué, plongée, de plongée
καταδύομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immergere, immersione, tuffo, dive, di immersione, immergersi
καταδύομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pilhagem, abismar-se, divã, mergulho, mergulhar, roubar, de mergulho, dive, do mergulho
καταδύομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duiken, duik, Dive
καταδύομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поднырнуть, вонзить, прыжок, пике, вонзать, подвальчик, окунаться, ввергать, окунуть, подныривать, спикировать, погрузиться, юркнуть, окунуться, притон, погружаться, погружение, погружения, дайв, нырять, погружений
καταδύομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dukke, stupe, dykke, dykk, dykket, dive
καταδύομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
doppa, dyka, Dyk, dyket, dykning, dive
καταδύομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syöstä, syöksy, syöksyä, pulahtaa, pulahdus, kastaa, rynnätä, sukellus, sukeltaa, sukelluksen, heittäytyvän, dive
καταδύομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dykke, synke, dive, dyk, dykker, dykning
καταδύομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nořit, vrhnout, ponořovat, brloh, pohroužit, pustit, ponořit, potápěč, vnořit, doupě, potopení, ponoření, vrazit, potopit, pelech, potápět, skok, ponor, ponoru, robinzonáda
καταδύομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
melina, pikować, pogrążać, nurek, zatapiać, spelunka, speluna, zanurkować, pogrążyć, nurkować, zagłębić, zanurzyć, wskakiwać, zanurzenie, rzucać, zagłębiać, nurkowania, nurkowanie, dive
καταδύομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zuhanás, vízbemerülés, alábukás, fejesugrás, fejest ugrik, merülés, merülési, merülést, búvár
καταδύομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
batmak, dalmak, dalış, Dive, bir dalış, pike
καταδύομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пірнути, примадонни, поринати, впірнати, поринути, занурення
καταδύομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhytem, zhys, pikiatë, bie në pikiatë, zhytje, zhytet
καταδύομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
погребение, гмуркане, потопите, за гмуркане, гмуркането, се потопите
καταδύομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апусканне, паглыбленьне, пагружэнне, пагружэньне, пранікненне
καταδύομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sukeldumine, pikee, sukelduma, Dive, sukelduda, veealuste, sukeldumise
καταδύομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ronjenje, poniranje, upijač, potapanje, roniti, zaroniti, zariti, zaron, ronilački, uron
καταδύομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kafa, Dive
καταδύομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nėrimas, nardyti, pasinerti, Dive, nardymo
καταδύομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nirt, dive, niršanas, pikējošais, niršana
καταδύομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нуркаат, нурне, се нурне, нуркање, нурне во
καταδύομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
afunda, scufunda, arunca cu capul, se arunca cu capul, dive, de scufundări
καταδύομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dive, potop, potopa, potapljanje, potopite
καταδύομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pád, skok
Τυχαίες λέξεις