Λέξη: δοκός

Σχετικές λέξεις: δοκός

δοκός ροδόπης, δοκός gerber, δοκός vierendeel, δοκός σε κάμψη, δοκός ισορροπίας, δοκός ύδρας, δοκός αλουμινίου, δοκός χαλκίδας, δοκός έπιπλα, δοκός επί δοκού

Συνώνυμα: δοκός

δέσμη, ακτίνα, ζυγό, δέσμη ηλεκτρική, δέσμη ακτίνων, ιστός, σχιστόλιθος, πυγμαχία, αγών, κοντάρι, πατερό, μαδέρι οροφής, κυρία, μεσαία δοκός στήριξης, κυρία δοκός στήριξης, κεκλιμένος δοκός στέγης

Μεταφράσεις: δοκός

δοκός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beam, girder, rafter, joist, spar

δοκός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rayo, viga, brillar, haz, haz de, del haz

δοκός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
strahlen, seite, balken, leitstrahl, schiffsseite, Strahl, Balken, Träger

δοκός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sourire, faisceau, botte, luire, bouquet, solive, longeron, reluire, rai, radier, trousseau, diffuser, fléau, poutre, rayon, briller, faisceau de, faisceaux

δοκός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
razza, trave, splendere, irradiare, raggio, fascio, fascio di, del fascio

δοκός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
feixe, raio, barrote, briga, trave, madeiro, viga, feixe de, do feixe

δοκός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderlegger, ribbe, straal, balk, spaak, bundel, beam, lichtbundel

δοκός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бревно, брус, навой, луч, бум, штанга, балансир, коромысло, сиять, траверз, балка, просиять, пучок, дышло, сноп, сияние, пучка, луча

δοκός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stråle, bjelke, beam, strålen

δοκός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stråla, skina, balk, bjälke, stråle, trålen, strålen

δοκός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hirsi, säde, helottaa, palkki, hohtaa, orsi, antennikeila, lähettää, valot, palkin, lähivalot, säteen

δοκός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bjælke, stråle, beam, strålen, bjælken

δοκός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úsměv, svítit, kláda, nosník, svazek, břevno, zářit, trám, paprsek, paprsku, vratidlo, nosníku

δοκός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
belka, bela, wiązka, promień, równoważnia, promieniować, trawers, świecić, rozpromieniać, snop, legar, dyszel, dźwigar, promienieć, uśmiechać, wiązka światła, wiązki

δοκός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zuboly, gerenda, zugoly, állópofa, fénykéve, mérlegrúd, mérlegkar, sugár, merevítőrudas, fénysugár, nyaláb

δοκός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parlamak, kiriş, direk, ışın, ışını, demeti, far

δοκός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
промінь, пучок, брус, сяйво, балка, Луч, проміння

δοκός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dërgoj, shndrit, shkëlqej, rreze, trare, rrezja, tra, traun

δοκός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лъч, греда, светлина, светлини, греди

δοκός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прамень, луч, промень

δοκός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kang, poom, tala, lähituled, valgusvihu, beam, kiir

δοκός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šipka, zraka, mlaz, snop, greda, zrake, snopa

δοκός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geisli, geisla, bjálkanum, bjálki

δοκός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
radio

δοκός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švytėti, spindėti, sija, spindulys, šviesa, šviesų, sijos

δοκός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smaidīt, starot, stars, starojums, baļķis, sija, gaismas, staru kūļa

δοκός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зрак, зракот, греда, гредата, сноп

δοκός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rază, transmite, grind, grindă, fascicul, fascicul de, fază, fasciculului

δοκός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žarek, beam, snopa, žarka, snopom

δοκός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lúč, paprsok, vyžarovanie, prúd
Τυχαίες λέξεις