Burzycielski στα ελληνικά
Μετάφραση: burzycielski, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστροφικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- burzowy στα ελληνικά - θυελλώδης, θυελλώδη, θυελλώδεις, φουρτουνιασμένη, θυελλώδους
- burzyciel στα ελληνικά - τορπιλικό, ναυαγοσώστης, αφανιστής, κατεδαφιστής, wrecker, καταστροφέας
- burzyć στα ελληνικά - ξεχύνομαι, αναμαλλιάζω, ισοπεδώνω, κύμα, τρικυμία, καταστρέφω, κατεδαφίζω, ...
- burżuazja στα ελληνικά - αστική τάξη, αστικής τάξης, μπουρζουαζία, μπουρζουαζίας, τάξη
Τυχαίες λέξεις
Burzycielski στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστροφικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
Μεταφράσεις: καταστροφικός, ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών