Butwieć στα ελληνικά

Μετάφραση: butwieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακμάζω, φθορά, σαπίζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Butwieć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • butonierka στα ελληνικά - κουμπότρυπα, κουμπότρυπας, buttonhole, πέτο, μπουτονιέρα
  • butwienie στα ελληνικά - σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
  • buty στα ελληνικά - μπότες, τις μπότες, υποδήματα, οι μπότες, μποτών
  • butyl στα ελληνικά - βουτύλιο, βουτυλίου, βουτυλο, βουτυλ, βουτυλεστέρα
Τυχαίες λέξεις
Butwieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακμάζω, φθορά, σαπίζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν