Całokształt στα ελληνικά

Μετάφραση: całokształt, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναρμολόγηση, άρτιος, σύναξη, ακέραιος, συσσωμάτωμα, ολόκληρος, ολότητα, σύνολο, συνόλου, σύνολό, ολότητας
Całokształt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • całodobowy στα ελληνικά - όλη την ημέρα, όλη μέρα, όλη τη μέρα
  • całodzienny στα ελληνικά - ημέρα, μέρα, Day, ημέρας, ημέρα της
  • całonocny στα ελληνικά - nightlong
  • całopalenie στα ελληνικά - ολοκαύτωμα, Ολοκαυτώματος, του Ολοκαυτώματος, το Ολοκαύτωμα, ολοκαύτωμα των
Τυχαίες λέξεις
Całokształt στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναρμολόγηση, άρτιος, σύναξη, ακέραιος, συσσωμάτωμα, ολόκληρος, ολότητα, σύνολο, συνόλου, σύνολό, ολότητας