Λέξη: εκπληκτικά
Σχετικές λέξεις: εκπληκτικά
εκπληκτικά μέρη για να δεις στον κόσμο, εκπληκτικά τοπία, εκπληκτικά τρισδιάστατα τατουάζ, εκπληκτικά τατουάζ εμπνευσμένα από διάσημα έργα τέχνης, εκπληκτικά 3d τατουάζ, εκπληκτικά τατουάζ
Συνώνυμα: εκπληκτικά
προς τα πίσω
Μεταφράσεις: εκπληκτικά
εκπληκτικά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
astonishingly, surprisingly, amazing, amazingly, surprising
εκπληκτικά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asombrosamente, sorprendentemente, sorprendente, es sorprendente, sorprendente que
εκπληκτικά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erstaunlicherweise, überraschende, erstaunlich, überraschenderweise, raschend, überraschend
εκπληκτικά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étonnement, avec surprise, étonnamment, surprenante, surprenant
εκπληκτικά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sorprendentemente, sorprende, sorprendente, sorpresa, sorprende che
εκπληκτικά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
surpreendentemente, surpreendente, surprisingly, surpresa, surpreender
εκπληκτικά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verrassend, verrassenderwijs, verbazingwekkend, verrassende, verrassend genoeg
εκπληκτικά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удивительно, удивление, неожиданно, на удивление, Неудивительно
εκπληκτικά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overraskende, overrask, raskende, lengre, for lengre
εκπληκτικά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överraskande, förvånansvärt, överrask, raskande, förvånande
εκπληκτικά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uskomattoman, uskomatonta, yllättävän, yllättäen, yllättävää, yllättävästi, hämmästyttävän
εκπληκτικά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overraskende, forbavsende, overraskende nok
εκπληκτικά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úžasně, překvapivě, překvapením, kupodivu, divu, překvapivé
εκπληκτικά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zadziwiająco, zaskakująco, nieoczekiwanie, niespodziewanie, dziwnego
εκπληκτικά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meglepően, meglepő, meglepő módon, meglepõen, meglepõ
εκπληκτικά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaşırtıcı biçimde, şaşırtıcı, şaşırtıcı derecede, şaşırtıcı bir
εκπληκτικά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дивно, дивовижно, напрочуд, диво, на диво
εκπληκτικά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çuditërisht, çudi, habitshme, e habitshme, çuditërisht të
εκπληκτικά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
учудващо, изненадващо, е изненадващо, изненада, неочаквано
εκπληκτικά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзіўна, дзіва, надзіва
εκπληκτικά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hämmastavalt, üllatavalt, üllatuslikult, üllatav, ime, üllataval kombel
εκπληκτικά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
začudo, neočekivano, iznenađujuće, iznenađuje, je iznenađujuće
εκπληκτικά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
furðu, óvart, kemur á óvart, á óvart, ótrúlega
εκπληκτικά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuostabiai, stebėtinai, apsistosite ilgesniam, Nenuostabu, nustebinančiame
εκπληκτικά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārsteidzoši, pārsteigums, brīnums, apbrīnojami
εκπληκτικά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изненадувачки, е изненадувачки, изненадување, изненадува, зачудувачки
εκπληκτικά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
surprinzător, surprinzător de, mod surprinzător, surprinzator de, fi surprinzator
εκπληκτικά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
presenetljivo, preseneča, je presenetljivo
εκπληκτικά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prekvapivo, prekvapujúco
Τυχαίες λέξεις