Λέξη: συνηθίζω

Σχετικές λέξεις: συνηθίζω

συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω συνώνυμο

Συνώνυμα: συνηθίζω

κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, σκληραγωγώ, παραβιάζω, συνειθίζω

Μεταφράσεις: συνηθίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accustom, habituate, inure, get accustomed, break in
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
habituar, acostumbrar, acostumbrado, acostumbran, aveces, acostumbrarse
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewöhnen, daran gewöhnen, zu gewöhnen, accustom
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
habituer, habituez, habituent, accoutumer, habituons, s'habituer, s'accoutumer, d'habituer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avvezzare, abituare, assuefare, abituarsi, accustom
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acostumar, habituar, acostume, a habituar, acostumem
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plegen, gewennen, wennen, te wennen, accustom, wennen de
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
привыкать, приучать, приучают, приучить, осваиваются, приучайте
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
venne, sedvanlig, venne seg, venne til, sedvanlig for
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vänja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
totuttaa, tutustuttaa, tottua, accustom, totuttaa jhk, totuttavat
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vænne, vant, vænne til
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvyknout, navyknout, přivyknout
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyzwyczajać, przyzwyczaić, przyzwyczajenie, na przystosowanie, to na przystosowanie, otrzaskać
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hozzászoktat, hozzászoktatni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alışkın, alıştırmak, accustom, alıştırmak için
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
привчіть, призвичаювати, призвичаїти, привчати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mësoj me, mësohet, të mësohet, mësoj, accustom
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свиквам, привикнат, да привикнат, привиквам, приучавам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прывучаць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohandama, harjutama, Õpetada, Õpetada jhk
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
optuženik, optužena, optužen, okrivljeni, navići, priučiti, priviknuti, naviknuti, navići se
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
venja
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pratinti, pripratinti, Oswajać, Otrzaskać, Pieradināties
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieradināt, pieradināties
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
привиквам
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obișnui, deprinde, obișnuiește
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
accustom, Navići
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
navyknúť, zvyknúť, privyknúť, navyknú, závislým
Τυχαίες λέξεις