Cerować στα ελληνικά
Μετάφραση: cerować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαντάρω, μαντάρισμα, καταριέται, darn, καταριέται το, καταριούνται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cerowaczka στα ελληνικά - επιδιορθωτής, μπαλλωτής
- cerowanie στα ελληνικά - της επιδιόρθωσης, επιδιόρθωση σχισμών, των εργασιών επιδιόρθωσης, εργασιών επιδιόρθωσης, μανταρίσματος
- cerowy στα ελληνικά - του, της, των, από
- certować στα ελληνικά - αναστάτωση, φασαρία, ταραχή
Τυχαίες λέξεις
Cerować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαντάρω, μαντάρισμα, καταριέται, darn, καταριέται το, καταριούνται
Μεταφράσεις: μαντάρω, μαντάρισμα, καταριέται, darn, καταριέται το, καταριούνται