Λέξη: εμπόρευμα

Σχετικές λέξεις: εμπόρευμα

εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα αγγλικά, εμπόρευμα ορισμός

Συνώνυμα: εμπόρευμα

προϊόντα, είδος, κάτι χρήσιμον, προϊόν, ευκολία, εμπορεύματα, πραμάτεια

Μεταφράσεις: εμπόρευμα

εμπόρευμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commodity, merchandise, goods, goods are, a commodity

εμπόρευμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mercancía, artículo, mercadería, producto, productos básicos, los productos básicos, de productos básicos

εμπόρευμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ware, gebrauchsgegenstand, güter, Ware, Rohstoff, Waren

εμπόρευμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
article, marchandise, commodité, biens, produit, denrée, produits, marchandises

εμπόρευμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
merce, derrata, prodotti, Commodity, prodotto, materie prime

εμπόρευμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mercadoria, Commodity, commodities, mercadorias, de commodities

εμπόρευμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handelswaar, artikel, handelsartikel, waren, koopwaar, grondstoffen, grondstof, grondstoffenprijzen

εμπόρευμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
товар, позиционирование, продукт, товара, описание, торговое, товаре

εμπόρευμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vare, råvare, handelsvare

εμπόρευμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
handelsvara, råvara, vara, råvaru, varu

εμπόρευμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauppatavara, hyödyke, tavara, hyödykkeiden, hyödykkeen, raaka

εμπόρευμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vare, råvare, handelsvare, råvarer, varen

εμπόρευμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
produkt, artikl, zboží, výrobek, komodita, komodit, komoditou, komoditní

εμπόρευμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
towar, artykuł, towarem, towaru, surowców, towarowych

εμπόρευμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árucikk, áru, nyersanyagárak, árutőzsdei, nyersanyagok

εμπόρευμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşya, emtia, mal, meta, malın

εμπόρευμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
товарний, крам, товар

εμπόρευμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mall, mallrave, e mallrave, të mallrave, mallrave të

εμπόρευμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
товар, продукт, стока, стоката, стоков, стокови

εμπόρευμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тавар

εμπόρευμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarbeese, kaup, kauba, toormehindade, tooraine, toorme

εμπόρευμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proizvod, roba, robe, robni, robna, robne

εμπόρευμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verslunarvara, vöru, hrávöru, hrávörumarkaði

εμπόρευμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikmuo, prekė, prekių, preke, žaliavų, biržos prekių

εμπόρευμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prece, patēriņa priekšmets, PRECE, preču, preci, patēriņa

εμπόρευμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стока, стоковните, стоковите, стоки, стоките

εμπόρευμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
produs, marfă, mărfuri, marfa, de mărfuri

εμπόρευμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blago, surovin, blaga, dobrina, blagom

εμπόρευμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zboží, tovar, tovaru, tovarov, technika, tovary
Τυχαίες λέξεις