Chronić στα ελληνικά

Μετάφραση: chronić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιφρουρώ, εμποδίζω, αποτρέπω, προλαβαίνω, φυλάω, προστατεύω, διασφαλίζω, φρουρώ, φύλακας, φρουρά, κατοχυρώνω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει
Chronić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chronicznie στα ελληνικά - χρονίως, χρόνια, χρόνιες, χρονικώς, με χρόνιες
  • chroniczny στα ελληνικά - χρόνιος, χρόνιας, χρόνιες, χρόνιων, χρόνιο
  • chronograf στα ελληνικά - χρονογράφου, Χρονογράφος, Chronograph, Χρονογράφο, ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ
  • chronologia στα ελληνικά - χρονολογία, χρονολόγηση, χρονολογική σειρά, χρονολόγιο, χρονολογίας
Τυχαίες λέξεις
Chronić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιφρουρώ, εμποδίζω, αποτρέπω, προλαβαίνω, φυλάω, προστατεύω, διασφαλίζω, φρουρώ, φύλακας, φρουρά, κατοχυρώνω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει