Ciepłownictwo στα ελληνικά
Μετάφραση: ciepłownictwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θερμαίνω, ζέστη, ζεσταίνω, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciepłomierz στα ελληνικά - θερμιδόμετρο, θεριδόετρο, θερμιδόμετρου, του θερμιδόμετρου
- ciepłota στα ελληνικά - θερμοκρασία, πυρετός, θερμοκρασίας, της θερμοκρασίας, θερμοκρασία του, τη θερμοκρασία
- ciepły στα ελληνικά - καυτός, θερμικός, ζεστός, θερμός, ζεστό, ζεστή, ζεστά
- ciernik στα ελληνικά - stickleback
Τυχαίες λέξεις
Ciepłownictwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θερμαίνω, ζέστη, ζεσταίνω, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό
Μεταφράσεις: θερμαίνω, ζέστη, ζεσταίνω, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό