Λέξη: εριστικός
Σχετικές λέξεις: εριστικός
εριστικός στα αγγλικα, εριστικός αγγλικά, εριστικός συνώνυμα, εριστικός συνώνυμο, εριστικός ιστός, εριστικός βικιπαιδεια, εριστικός σημαίνει, εριστικός ορισμός, εριστικός λεξικό, εριστικός english
Συνώνυμα: εριστικός
δύστροπος, μαχητικός, καβγατζής, επιθετικός, φιλόνικος, καυγατζής
Μεταφράσεις: εριστικός
εριστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belligerent, quarrelsome, pugnacious, rowdy, combative, vixenish
εριστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pendenciero, peleón, pendencieros, pendenciera, contencioso
εριστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
streitlustig, streitsüchtig, zänkisch, händelsüchtig, streitsüchtigen
εριστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
belligérant, combatif, agressif, guerrier, belliqueux, querelleur, querelleuse, querelleurs, quérulent
εριστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rissoso, litigioso, litigiosa, litigiosi, rissosa
εριστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
briguento, brigão, briguenta, quarrelsome, briguentos
εριστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
twistziek, ruzie, twistzieke, ruzieachtig, ruziezoekende
εριστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воинственный, воюющий, агрессивный, вздорный, сварливый, сварливая, сварлив, сварливой
εριστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kranglesyk, kranglete, krakilsk, trettekjær, trettekjære
εριστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
quarrelsome, grälsjuk, grälsjuka, stridslysten, gräl
εριστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taistelija, riitaisa, riidanhaluinen, riitaisia, riitaiset, riidanhaluisena
εριστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stridbar, stridbare, trættekær, stridslysten, quarrelsome
εριστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bojovný, hašteřivý, bojechtivý, útočný, hádavý, svárlivý, hádat
εριστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bojowy, napastliwy, wojowniczy, kłótliwy, zadziorny, quarrelsome, kłótliwi, kłótliwe
εριστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
civakodó, kötekedő, veszekedő, veszekedős, izgága
εριστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavgacı, quarrelsome, kavgaci, kavgacı bir, geçimsiz
εριστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
воюючий, нісенітний, безглузда, безглуздий, сварливий, нісенітна
εριστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grindavec, grindavec i, grindjet e, grindavece, ngatërrestar
εριστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свадлив, свадливи, свадлива, заядлива, крамолник
εριστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сварлівы, вывернуты
εριστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõdiv, vaenulik, riiakas, riiaka, Riitaisa, riiakana
εριστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ratoboran, ratni, svadljiv, svadljivi, prgav, svađe, i svadljiv
εριστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hræða, deilugjarn
εριστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priekabus, barningas, nesugyvenamas, ardus, Czupurny
εριστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strīdīgs, ķildīgs, kašķīgs
εριστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кавгаџии, крамолник
εριστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
combatant, certăreț, certe, certaret, reusiti, certăreți
εριστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prepirljiv, prepirljivi, Svadljiv
εριστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
útočný, bojovný, hašterivý, hádavý