Cuchnący στα ελληνικά

Μετάφραση: cuchnący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπισμένος, χάλια, σαθρός, σαπρός, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ
Cuchnący στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cotangens στα ελληνικά - συνεφαπτομένη, συνεφαπτομένης
  • coupe στα ελληνικά - κουπέ, Coupe, άμαξα κλειστή
  • cuchnąć στα ελληνικά - βρομιά, βρομώ, βρόμα, βρώμα, δυσωδία, βρωμάει, βρωμούσα του, ...
  • cucić στα ελληνικά - αναβιώνω, αναζωογονώ, αναβιώσει, αναβιώσουν, αναβιώνουν, αναζωογονήσει, αναζωογόνηση
Τυχαίες λέξεις
Cuchnący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπισμένος, χάλια, σαθρός, σαπρός, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ