Cwał στα ελληνικά
Μετάφραση: cwał, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλπασμός, καλπάζω, γκάλοπ, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
Μεταφράσεις
- cwaniactwo στα ελληνικά - καπάτσος, πανουργία, πονηρός, πονηριά, πανούργος, πονηρό
- cwany στα ελληνικά - πονηρός, πανούργος, καπάτσος, πανουργία, τετραπέρατος, πανέξυπνος, ύπουλος, ...
- cwałowanie στα ελληνικά - γκάλοπ, καλπασμός, καλπάζω, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
- cwałować στα ελληνικά - καλπασμός, καλπάζω, γκάλοπ, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
Τυχαίες λέξεις
Cwał στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλπασμός, καλπάζω, γκάλοπ, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
Μεταφράσεις: καλπασμός, καλπάζω, γκάλοπ, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού