Dół στα ελληνικά

Μετάφραση: dół, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοίλος, πόδι, ορυχείο, βαθουλωμένος, κούφιος, πούπουλο, υπόκωφος, λάκκος, πάτος, κάτω, κάτω μέρος, πυθμένας, πυθμένα, βάση
Dół στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dój στα ελληνικά - γάλα, αρμέγω, άρμεγμα, αρμέγματος, άμελξη, την άμελξη, το άρμεγμα
  • dójka στα ελληνικά - σαρκασμός, νύξη, σκάβω, κέντρισμα, θηλές ζώου, έσκαψαν, σκαμμένο, ...
  • dąb στα ελληνικά - βελανιδιά, δρύινος, δρυς, δρύινα, βελανιδιάς, δρυός
  • dąs στα ελληνικά - Das, δήλωση αξιοπιστίας, ΗΕΠ, της DAS, δήλωσης αξιοπιστίας
Τυχαίες λέξεις
Dół στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοίλος, πόδι, ορυχείο, βαθουλωμένος, κούφιος, πούπουλο, υπόκωφος, λάκκος, πάτος, κάτω, κάτω μέρος, πυθμένας, πυθμένα, βάση