Λέξη: νόμιμος

Σχετικές λέξεις: νόμιμος

νόμιμος λόγος ευθύνης, νόμιμος εκπρόσωπος σωματείου, νόμιμος εκπρόσωπος, νόμιμος τόκος υπερημερίας 2014, νόμιμος πληθυσμός 2011, νόμιμος τόκος, νόμιμος πληθυσμός, νόμιμος μισθός, νόμιμος τόκος υπερημερίας, νόμιμος τόκος υπερημερίας 2013

Συνώνυμα: νόμιμος

νομικός, θεμιτός, νομότυπος

Μεταφράσεις: νόμιμος

νόμιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aboveboard, legal, licit, legitimate, lawful, rightful, statutory

νόμιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lícito, jurídico, legal, judicial, legítimo, abiertamente, jurídica, legales, Derecho

νόμιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesetzlich, gesetzmäßig, rechtmäßig, rechtlich, legal, ehrlich, legalisieren, Rechts-

νόμιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
loyal, droit, régulier, licite, correct, judiciaire, raisonnable, légitime, légal, honnête, légaliser, honorable, probe, juridique, médico-légal, légale, juridiques, morale

νόμιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legale, onesto, legittimo, giudiziario, lecito, legalitario, giuridica, giuridico, legali, diritto

νόμιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
legal, jurídica, jurídico, colectiva, legais

νόμιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewettigd, rechtmatig, echt, legitiem, wettelijk, legaal, wettig, juridische, wettelijke

νόμιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
правовой, законный, юридический, законнорожденный, правомерный, дозволенный, судебный, узаконенный, протокольный, законопослушный, процессуальный, легальный, правовая, юридическое, юридическая, правовые

νόμιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lovlig, juridiske, juridisk, rettslig, rettslige

νόμιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
laglig, rättmätig, legitim, juridisk, lagliga, juridiska, rättsliga

νόμιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laillinen, oikeutettu, oikeudellinen, oikeudellisen, oikeudellista, oikeudellisia, oikeudelliset

νόμιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lovlig, juridiske, juridisk, retlige, retlig

νόμιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
legální, rozumný, dovolený, soudní, zákonný, čestný, poctivý, právoplatný, zákonitý, legalizovat, otevřený, pravý, legitimní, právní, právnická, právním, právního

νόμιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sądowy, zasadny, słuszny, ustawowy, legalny, prawny, prawidłowy, prawowity, ślubny, prawniczy, prawy, uczciwy, prawna, prawną, prawne

νόμιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bírósági, megengedett, jogos, törvényszéki, legális, jogi, a jogi, törvényes, jogszabályi

νόμιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yasal, hukuki, tüzel, hukuk, kanuni

νόμιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
законність, легітимність, лишаї, спадщина, закономірність, суд, правової, правовий, правового, правовій, правовою

νόμιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
legal, i ligjshëm, juridik, ligjore, ligjor

νόμιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правен, юридически, правна, юридическо, правната

νόμιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прававой, прававы, прававога

νόμιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õiguspärane, legaalne, õigusjärgne, legitiimne, seaduslik, õiguslik, juriidiline, õigusliku, õiguslikku, juriidilise

νόμιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
legitimne, zakoniti, legitimno, zakonski, pravni, zakonska, legalni, zakonit, pravna, pravno, pravnog

νόμιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lagalega, löglegur, lagaleg, löglegt, Lagalegir

νόμιμος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iustus, fas, forensis

νόμιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
juridinis, teisinis, teisinė, juridinio, teisinio

νόμιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
juridisks, likumīgs, juridiska, juridiskā, juridiskais

νόμιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
правна, правни, правните, правен, законска

νόμιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
legal, cinstit, legitim, juridică, juridic, juridice, legală

νόμιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
právní, legitimní, legální, pravna, pravni, pravno, pravne, pravnega

νόμιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zákonný, rozumný, dovolený, legitímni, zákonitý, legálny, právne, právny, právnej, právna, právnu
Τυχαίες λέξεις