Dokańczać στα ελληνικά
Μετάφραση: dokańczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, τέλος
Μεταφράσεις
- dokazywanie στα ελληνικά - κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, γιορτάσουμε
- dokazywać στα ελληνικά - διασκέδαση, ευθυμία, τρέλες, κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, ...
- doker στα ελληνικά - φορτωτής πλοίων, εκφορτώτης πλοίων
- dokonanie στα ελληνικά - απόδοση, παράσταση, διενέργεια, επίτευξη, προσπάθεια, επίδοση, εκτέλεση, ...
Τυχαίες λέξεις
Dokańczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, τέλος
Μεταφράσεις: περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, τέλος