Λέξη: κουρκούτι

Σχετικές λέξεις: κουρκούτι

κουρκούτι με μπύρα, κουρκούτι για καλαμαράκια, κουρκούτι για τηγάνισμα, κουρκούτι για τηγανητό μπακαλιάρο, κουρκούτι για μύδια, κουρκούτι καλλίδης, κουρκούτι για μπακαλιάρο του άκη πετρετζίκη, κουρκούτι μπύρας, κουρκούτι μπακαλιαρου, κουρκούτι για μπακαλιάρο

Συνώνυμα: κουρκούτι

σαχλαμάρα, χυλός, πολτός αραβοσίτου, πεζοπορία επί του χιονιού, ανοησία, μωρία

Μεταφράσεις: κουρκούτι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pap, gruel, mush, flummery, batter, the batter, a batter
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gachas, sensiblería, papilla, mushing, mush
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brustwarze, kinderbrei, haferschleim, mus, brei, Brei, Mus, Matsch, mush, Sterz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouillie, purée, mush, bouillie de maïs, la bouillie, mous
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pappa, poltiglia, mush, polenta, pareti umide
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
papas, mamilo, desordem, mush, mingau, passeie, pamonha
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
moes, speen, pap, brij, tepel, tijd teveel, maïsmeelpap
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паста, эмульсия, кашица, каша, размазня, мякоть, прыщ, кашка, пюре, месиво, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mush, grøt, mushe
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mush, gröt, mos
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
velli, puuro, nänni, kauravelli, nisä, hölynpöly, sose, mush, sienet, pöperö
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vælling, grød, mush, mos
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kaše, kašička, Mush, kaši, kukuřičná kaše
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
papka, przecieranie, kaszka, kleik, przecier, mush, papkę, papki, parasol
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kása, kását, puliszka, a kása, pépet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lapa, mush, bir lapa, lapalar, bir çamurdur
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
м'якуш, м'якоть, емульсія, кашка, паста, каша, пюре
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qull me miell misri, masë e butë, kaçamak, ombrellë, udhëtim me slitë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
каша, качамак, чадър
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кашыца, каша, кашка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kört, sodi, pläma, mush, Pöperö, lumeväljade sõitma
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kaša, mush, pretvoreno u kašu, sentimentalnost, besmislica
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Fellibylur, umtals- vert
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pliurza, mush, sentimentalus romanas, saldus sentimentalumas, marmūzė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blēņas, lietussargs, putra, brist pa sniegu, nieki
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
каша, чорба, качамак, чадор
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sfârc, terci, mush, un terci, terci din, păsat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kaše, žganci, žgance, kašo, v kašo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kaše, kaša

Στατιστικά δημοτικότητας: κουρκούτι

Τυχαίες λέξεις