Dokazywać στα ελληνικά

Μετάφραση: dokazywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασκέδαση, ευθυμία, τρέλες, κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, γιορτάσουμε
Dokazywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dokarmiać στα ελληνικά - παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
  • dokazywanie στα ελληνικά - κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, γιορτάσουμε
  • dokańczać στα ελληνικά - περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, τέλος
  • doker στα ελληνικά - φορτωτής πλοίων, εκφορτώτης πλοίων
Τυχαίες λέξεις
Dokazywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασκέδαση, ευθυμία, τρέλες, κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, γιορτάσουμε