Doprawiać στα ελληνικά

Μετάφραση: doprawiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, με την εποχή, την εποχή, σε εποχή, με τις εποχές, για καρύκευση
Doprawiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dopraszać στα ελληνικά - ζητιανεύω, παρακαλώ, ικετεύω, entreated, ικετεύσει, ικέτευε, ικεσία, ...
  • doprawdy στα ελληνικά - πράγματι, αλήθεια, επίσης, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
  • doprać στα ελληνικά - πλένω, πλύνω, πλύσιμο, ρούχων, πλύσης, πλύση, πλυσίματος
  • doprecyzować στα ελληνικά - διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
Τυχαίες λέξεις
Doprawiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, με την εποχή, την εποχή, σε εποχή, με τις εποχές, για καρύκευση