Λέξη: αναμασώ

Συνώνυμα: αναμασώ

σερβίρω πάλι, συλλογίζομαι, μηρυκάζω, μηρυκώμαι, εξεμώ

Μεταφράσεις: αναμασώ

αναμασώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
regurgitate, ruminate, chew over, rehash

αναμασώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rumiar, cavilar, meditar, rumiando, rumia

αναμασώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wiederkäuen, grübeln, ruminate, zu grübeln, sinnieren

αναμασώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
retourner, ruminer, méditer, réfléchir, ruminent, rumine

αναμασώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruminare, rimuginare, meditare, ruminate, rumina

αναμασώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ruminar, ruminate, refletir, meditar, ponderar

αναμασώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herkauwen, ruminate, herkauw, piekeren, te herkauwen

αναμασώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
извергать, изрыгать, размышлять, жевать жвачку, поразмышлять, размышляют

αναμασώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gruble, ruminate, tygge drøv, drøvtygging, få dvele i

αναμασώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
idissla, ruminate, idisslar, grubbla

αναμασώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oksentaa, märehtiä, pohdiskella, märehtijä, ruminate, mietiskellä

αναμασώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tygge drøv, gruble, drøvtygning, grubler, at tygge drøv

αναμασώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opakovat, přemítat, uvažovat, přežvykovat

αναμασώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cofać, zwracać, rozmyślać, przeżuwać, przeżuwania, ruminate, przemyśleć

αναμασώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kérődzik, töpreng, töprengeni

αναμασώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geviş getirmek, geviş, düşünmek, uzun uzun düşünmek, dalıp gitmek

αναμασώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штейн, роздумувати, міркувати, розмірковувати, думати

αναμασώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ruminate

αναμασώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преживям, размишлявам, размишлява

αναμασώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разважаць, думаць, раздумваць

αναμασώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ropsima, mäletsema, Kaaluda, Märehtiä, Kaaluda jtk, Mietiskellä

αναμασώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razmišljati, preživati

αναμασώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Ruminate

αναμασώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atrajoti, atryti, apmąstyti, Mąstyti, apgalvoti

αναμασώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atgremot, prātot, pārdomāt

αναμασώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ruminate

αναμασώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rumega, chibzui, medita, mesteca, a chibzui

αναμασώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Razmišljati, razmišljanju

αναμασώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
premietať, premýšľať, rozmýšľať, premýšľať nad tým, premýšľať nad
Τυχαίες λέξεις