Doprowadzenie στα ελληνικά

Μετάφραση: doprowadzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόλυβδος, περιστολή, αναγωγή, μείωση, λουρί, παράδοση, παραλαβή, ηγούμαι, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
Doprowadzenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doprowadzanie στα ελληνικά - προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
  • doprowadzać στα ελληνικά - συνοδεύω, περιορίζω, σιτίζω, παροχή, εξαναγκάζω, ξεκινώ, καβαλιέρος, ...
  • doprowadzić στα ελληνικά - λουρί, μόλυβδος, εφευρίσκω, ηγούμαι, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, ...
  • dopust στα ελληνικά - επίσκεψη, επιθεώρηση, μαστίζω, πληγή, επίσκεψης, επισκεψιμότητας, επισκέψεων, ...
Τυχαίες λέξεις
Doprowadzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόλυβδος, περιστολή, αναγωγή, μείωση, λουρί, παράδοση, παραλαβή, ηγούμαι, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας