Dorównywać στα ελληνικά

Μετάφραση: dorównywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίσιος, ίσος, εξισώνω, αγώνας, ματς, αγώνα, παιχνίδι, αντιστοιχία
Dorównywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dorzucać στα ελληνικά - ρίχνω, σχολιάζω, πέταγμα, πετώ, σχόλιο, ρίξει, να ρίξει, ...
  • dorzucić στα ελληνικά - προσθέτω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
  • doręczać στα ελληνικά - παραδίδω, εκφωνώ, εξυπηρετούνται, εξυπηρετείται, σερβίρεται, υπηρέτησε, σερβίρονται
  • doręczenie στα ελληνικά - παράδοση, σέρβις, ρουσφέτι, υπηρεσία, παραλαβή, εξυπηρέτηση, διανομή, ...
Τυχαίες λέξεις
Dorównywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίσιος, ίσος, εξισώνω, αγώνας, ματς, αγώνα, παιχνίδι, αντιστοιχία