Λέξη: κύστη
Σχετικές λέξεις: κύστη
κύστη στο στήθος, κύστη στο συκώτι, κύστη baker, κύστη κόκκυγα εγχειρηση, κύστη στην ωοθήκη, κύστη βαρθολινείου αδένα, κύστη στις σαλπιγγες, κύστη κόκκυγος φωτογραφίες, κύστη κοκκυγος, κύστη κόκκυγα, κύστη κόκκυγος, κυστη
Συνώνυμα: κύστη
φουσκάλα, κύστις, φούσκα, ουροδόχος κύστη, σαμπρέλλα, ψωροπερήφανος
Μεταφράσεις: κύστη
κύστη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bladder, cyst, the bladder, bladder is, vesicle
κύστη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vejiga, la vejiga, de vejiga, vesical, de la vejiga
κύστη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blase, heizbalg, Blase, Harnblase, Blasen, der Blase
κύστη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bulle, vésicule, ampoule, vessie, la vessie, vésicale, de la vessie, biliaire
κύστη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vescica, della vescica, vescicale, alla vescica, la vescica
κύστη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bexiga, da bexiga, de bexiga, vesical, vesícula
κύστη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blaas, de blaas, blaas te, blaas-, bladder
κύστη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пустомеля, пузырь, мочевой пузырь, мочевого пузыря, пузыря, мочевого
κύστη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blære, blæren, urinblæren
κύστη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blåsa, blåsan, urinblåsan, blås
κύστη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kupla, virtsarakko, rakko, virtsarakon, rakon, virtsarakossa
κύστη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blære, blæren, urinblæren, blære-
κύστη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
puchýř, měchýřek, měchýř, močového měchýře, měchýře, močový měchýř, z močového měchýře
κύστη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dętka, pęcherz, pęcherza, pęcherza moczowego, pęcherzyka, pęcherzowego
κύστη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
húgyhólyag, hólyag, a húgyhólyag, a hólyag
κύστη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mesane, kesesi, Bladder, mesanenin
κύστη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бульбашка, пузир, сечовий міхур
κύστη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fshikëz, fshikëzës, fshikëza, fshikëz e, të fshikëzës
κύστη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мехур, пикочния мехур, на пикочния мехур, пикочен мехур
κύστη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мачавая, мачавы, мачавой, мочевой, мачавую
κύστη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põis, põie, kusepõie, põit, põie-
κύστη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brbljivac, mjehur, mjehura, mokraćnog mjehura, mokraćni mjehur, kesica
κύστη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þvagblöðru, blöðru, í þvagblöðru, blöðruna, þvagblaðra
κύστη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vesica
κύστη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pūslė, šlapimo pūslės, pūslės, šlapimo pūslė, šlapimo
κύστη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pūslis, urīnpūslis, urīnpūšļa, urīnpūsli, urīnpūslī
κύστη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
меурот, мочниот меур, меур, на мочниот меур, бешиката, кесе
κύστη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vezică, vezică urinară, vezicii urinare, vezica urinara, de vezica urinara
κύστη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
balon, mehur, mehurja, mehurju, sečnega mehurja, meh
κύστη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mechúr, mechúra
Στατιστικά δημοτικότητας: κύστη
Τυχαίες λέξεις