Dostępność στα ελληνικά

Μετάφραση: dostępność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορατότητα, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
Dostępność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dostęp στα ελληνικά - ένταξη, απόκτημα, προσπέλαση, προσχώρηση, είσοδος, ομολογία, πρόσβαση, ...
  • dostępnie στα ελληνικά - προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη
  • dostępny στα ελληνικά - διαθέσιμος, ευπρόσιτος, προσηνής, ευπροσήγορος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, ...
  • dosuszać στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός
Τυχαίες λέξεις
Dostępność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορατότητα, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα