Dostrzegać στα ελληνικά
Μετάφραση: dostrzegać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανιχνεύω, βούλα, αντιλαμβάνομαι, σπυρί, βλέπω, μέρος, διαβλέπω, εντοπίζω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dostrzegalny στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, αισθητός, αντιληπτός, αισθητή, αντιληπτή, αντιληπτό
- dostrzeganie στα ελληνικά - αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, η αντίληψη, αντίληψή
- dostukać στα ελληνικά - κροταλίζω, τραντάζω, κουδουνίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, ...
- dostąpić στα ελληνικά - προσέγγιση, μέθοδος, προσεγγίζω, πλησιάζω, αποκτήσουν, την απόκτηση, αποκτήσετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Dostrzegać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανιχνεύω, βούλα, αντιλαμβάνομαι, σπυρί, βλέπω, μέρος, διαβλέπω, εντοπίζω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε
Μεταφράσεις: ανιχνεύω, βούλα, αντιλαμβάνομαι, σπυρί, βλέπω, μέρος, διαβλέπω, εντοπίζω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε