Λέξη: οξύνω
Σχετικές λέξεις: οξύνω
οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο
Συνώνυμα: οξύνω
ακονίζω, τροχίζω, ερεθίζω, παροξύνω
Μεταφράσεις: οξύνω
οξύνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exacerbate, acidify, sharpen
οξύνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
irritar, exacerbar, acidificar, afilar, agudizar, afinar, enfocar, perfeccionar
οξύνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschlimmern, säuern, verschlechtern, ansäuern, reizen, provozieren, irritieren, erbittern, schärfen, schleifen, zu schärfen, schärft
οξύνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
empirer, irriter, acidifier, aggraver, agacer, exacerber, envenimer, exaspérer, affiler, aiguiser, affiner, affûter, accentuer
οξύνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affilare, affinare, affinare le, affinare la, acuire
οξύνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afiar, aguçar, sharpen, aprimorar, afinar
οξύνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prikkelen, scherpen, verscherpen, slijpen, te scherpen, aanscherpen
οξύνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усиливать, раздражать, подкислять, ожесточать, подкислить, обострять, окисляться, точить, обострить, заострить, резкость, оттачивать
οξύνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjerpe, skarpere, spisse, slipe, å skjerpe
οξύνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vässa, skärpa, slipa, skarpare, skärper
οξύνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ärsyttää, terävöittää, teroittaa, sharpen, teroita, terävöittämiseksi
οξύνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper
οξύνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zhoršit, podráždit, roztrpčit, dráždit, iritovat, okyselit, brousit, zaostřit, zostřit, zostření, vytříbit
οξύνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaostrzać, rozjątrzać, kwaśnieć, pogarszać, zaostrzyć, zakwaszać, podrażniać, rozjątrzyć, naostrzyć, wyostrzyć, ostrzyć, wyostrzenie
οξύνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kihegyez, élesít, élesíteni, élesítés, élesítéséhez
οξύνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek
οξύνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посилювати, посилюватися, підсильте, окисляти, озлобляти, окисліться, точити, гострити, точить
οξύνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
acaroj, shpij, theksoj, mprehin, sqaroj, të mprehur
οξύνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
остря, изострят, се изострят, изостря, изостри
οξύνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тачыць, вастрыць, каб вастрыць аб, вастрыць аб, капаць
οξύνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hapustama, ärritama, hapendama, halvendama, teritama, teravamaks, teritada, süvendada, teravdada
οξύνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pogoršati, razljutiti, izoštriti, izoštri, naoštriti, postizanje oštrijeg, povećanju oštrine
οξύνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skerpa, að skerpa, skerpt, er skerpt, skerpa á
οξύνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagaląsti, paryškinti, paaštrinti, ryškesnė, galąsti
οξύνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pasliktināt, pasliktināties, asināt, asāku, dziļāku, uzasināt, saasināt
οξύνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изостри, ги изостри, заостри, остри, се изостри
οξύνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agrava, ascuți, accentua, ascuti, intensifica, sharpen
οξύνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izostriti, ostrenju, osredotočila, izostrite, izostritev
οξύνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brúsiť
Τυχαίες λέξεις