Dosuszać στα ελληνικά
Μετάφραση: dosuszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξηρός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dostępność στα ελληνικά - ορατότητα, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
- dostępny στα ελληνικά - διαθέσιμος, ευπρόσιτος, προσηνής, ευπροσήγορος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, ...
- dosuw στα ελληνικά - τροφοδοσίας, τροφοδοτήσεως, infeed, τροφοδότηση, τροφοδότησης
- dosuwanie στα ελληνικά - αιτιολογία, τεκμηρίωση, δικαιολογία, τροφοδοσίας, τροφοδοτήσεως, infeed, τροφοδότηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Dosuszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός