Dowóz στα ελληνικά
Μετάφραση: dowóz, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλαβή, παρέχω, παροχή, παράδοση, προμήθεια, χορήγηση, διανομή, παράδοσης, παροχής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dowódczy στα ελληνικά - διοικών, επιβλητική, διοικητής, διοικητή, διοικούσε
- dowództwo στα ελληνικά - διατάζω, προσταγή, προστάζω, εντολή, αρχηγείο, έδρα, κεντρικά γραφεία, ...
- doza στα ελληνικά - δοσολογία, στοιχείο, βαθμός, πτυχίο, βαθμό, βαθμού, επίπεδο
- dozator στα ελληνικά - Dozator
Τυχαίες λέξεις
Dowóz στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλαβή, παρέχω, παροχή, παράδοση, προμήθεια, χορήγηση, διανομή, παράδοσης, παροχής
Μεταφράσεις: παραλαβή, παρέχω, παροχή, παράδοση, προμήθεια, χορήγηση, διανομή, παράδοσης, παροχής