Dowolnie στα ελληνικά
Μετάφραση: dowolnie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεάν, τσάμπα, απεριόριστα, ελεύθερα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dowodzić στα ελληνικά - επιχειρηματολογώ, διαφωνώ, εντολή, υποστηρίζω, προστάζω, αποδεικνύω, υποτάσσομαι, ...
- dowodzący στα ελληνικά - ενδεικτικός, ενδεικτικό, ενδεικτική, ενδεικτικά, ενδεικτικές
- dowolność στα ελληνικά - ευκαμψία, ευλυγισία, ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, ελεύθερη, την ελευθερία
- dowolny στα ελληνικά - αυθαίρετος, κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιοσδήποτε
Τυχαίες λέξεις
Dowolnie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεάν, τσάμπα, απεριόριστα, ελεύθερα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως
Μεταφράσεις: δωρεάν, τσάμπα, απεριόριστα, ελεύθερα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως