Λέξη: ταχυδακτυλουργός

Σχετικές λέξεις: ταχυδακτυλουργός

ταχυδακτυλουργός θεσσαλονίκη, ταχυδακτυλουργός λαμάρ, ταχυδακτυλουργός αποκαλύπτει πως γίνονται όλα τα κόλπα των μεγάλων μάγων (βιντεο), ταχυδακτυλουργός αποκαλύπτει...πώς γίνονται όλα τα κόλπα, ταχυδακτυλουργός απόλλων, ταχυδακτυλουργός για παιδικό πάρτυ, γίνε ταχυδακτυλουργός, ταχυδακτυλουργός λιοτατής, ταχυδακτυλουργός dynamo, ταχυδακτυλουργόσ κύπροσ

Συνώνυμα: ταχυδακτυλουργός

εξορκιστής, θαυματοποιός, μάγος

Μεταφράσεις: ταχυδακτυλουργός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
illusionist, magician, juggler, conjurer, legerdemainist, prestidigitator
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mago, mago de, maga, el mago, hechicero
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Zauberer, Magier, Magiers, Zauberers, magician
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
illusionniste, magicien, magicienne, mage, sorcier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prestigiatore, illusionista, mago, magician, maga
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mágico, mago, magista, feiticeiro, mágico de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goochelaar, tovenaar, magiër, magician
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фокусник, иллюзионист, фантазер, мечтатель, маг, волшебник, магом, мага
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
magiker, magikeren, tryllekunstner, tryllekunstneren, trollmann
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trollkarl, magiker, trollkarlen, magikern, magician
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taikuri, taikurin, magician, maagikko
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tryllekunstner, magiker, trolden, troldmand, tryllekunstneren
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
iluzionista, kouzelník, mág, kouzelníka, kouzelníkem, čaroděj
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
iluzjonista, magik, czarodziej, czarownik, mag, magiem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bűvész, mágus, varázsló
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
büyücü, sihirbaz, magician, bir sihirbaz, bir büyücü
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фантазер, мрійник, фокусник, ілюзіоніст, маг
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
magjistar, magjistari, magjistar i, prestigjiator, magjistarin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
магьосник, маг, фокусник, вълшебник
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маг, чараўнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mustkunstnik, illusionist, trikimees, maag, võlur, magician
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iluzionističkim, mađioničar, čarobnjak, mag, mađioničara, čarobnjaka
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
töframaður, töframaðurinn, Magician, galdramaður
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
magas, burtininkas, iliuzionistas, raganius, maga
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
burvis, Magician, burvju mākslinieks, burvi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
магионичар, волшебник, маѓепсник, магионичарот, магичар
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
magician, magicianul, vrăjitor, mag, magicianului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
iluzionista, mág, čarovnik, magician, čarodej, čarovnika
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mág, iluzionista, kúzelník, čarodejník
Τυχαίες λέξεις