Dren στα ελληνικά

Μετάφραση: dren, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραγγίζω, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Dren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drelich στα ελληνικά - τριβελίζω, τροχός, άσκηση, τζιν, τζην, denim, ντένιμ, ...
  • drelichowy στα ελληνικά - τζιν, τζην, denim, ντένιμ, του denim
  • drenaż στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, αποχέτευση, αποστράγγισης, αποστράγγιση, αποχέτευσης, παροχέτευση
  • drenowanie στα ελληνικά - αποχέτευση, αποστράγγισης, αποστράγγιση, αποχέτευσης, παροχέτευση
Τυχαίες λέξεις
Dren στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραγγίζω, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε