Drenować στα ελληνικά

Μετάφραση: drenować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραγγίζω, τάφρος, χαντάκι, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Drenować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drenaż στα ελληνικά - οχετός, στραγγίζω, αποχέτευση, αποστράγγισης, αποστράγγιση, αποχέτευσης, παροχέτευση
  • drenowanie στα ελληνικά - αποχέτευση, αποστράγγισης, αποστράγγιση, αποχέτευσης, παροχέτευση
  • dreptanie στα ελληνικά - τρικλοποδιά, γλιστρήσουν, ενεργοποίησης, να γλιστρήσουν, απόζευξης
  • dreptać στα ελληνικά - κιμάς, πάω βόλτα, βηματισμός νήπιου, βαδίζω με μικρά βήματα ώς το νήπιον
Τυχαίες λέξεις
Drenować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραγγίζω, τάφρος, χαντάκι, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε