Λέξη: θεραπεία

Σχετικές λέξεις: θεραπεία

θεραπεία κερατίνης, θεραπεία ακμής, θεραπεία σχημάτων, θεραπεία μαλλιών, θεραπεία τριχόπτωσης, θεραπεία gestalt, θεραπεία ψωρίασης, θεραπεία καρκίνου, θεραπεία λεύκης, θεραπεία ζεύγους, σκλήρυνση κατά πλάκας

Συνώνυμα: θεραπεία

εφημερία, γιατρεία, φάρμακο, μεταχείριση, αγωγή, κατεργασία

Μεταφράσεις: θεραπεία

θεραπεία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
treatment, therapy, cure, remedy, treatment of

θεραπεία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
curación, terapia, trato, cura, terapéutica, tratamiento, el tratamiento, tratamiento de, de tratamiento

θεραπεία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verfahren, heilverfahren, behandlung, therapie, Behandlung, Behandlungs, der Behandlung, die Behandlung

θεραπεία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
kinésithérapie, médication, cure, usinage, traitement, thérapie, façonnage, thérapeutique, le traitement, un traitement, traitements, de traitement

θεραπεία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cura, terapia, trattamento, il trattamento, di trattamento, trattamenti, un trattamento

θεραπεία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tratar, teoria, terapia, tratamento, deleite, parlamentar, de tratamento, o tratamento, tratamento de, do tratamento

θεραπεία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kuur, therapie, behandeling, de behandeling, behandeling van, behandelen, behandeld

θεραπεία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лечение, пропитка, поведение, отношение, отделка, режим, излечение, обработка, терапия, пропитывание, трактовка, обращение, помощь, уход, лечения

θεραπεία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
behandling, behandlingen, behandlings

θεραπεία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
behandling, bemötande, behandlingen, behandlings, behandlas

θεραπεία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hoito, kohtelu, terapia, keskustelu, käsittely, kohtelun, hoidon

θεραπεία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
terapi, kur, behandling, behandlingen

θεραπεία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
léčení, léčba, zpracování, opracování, nakládání, zacházení, ošetření, úprava

θεραπεία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
terapia, zabieg, oczyszczalnia, traktowanie, przeróbka, uważanie, leczenie, obchodzenie, terapeutyka, obróbka, kuracja, leczenia

θεραπεία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyógymód, gyógykezelés, terápia, gyógyászat, kezelés, bánásmód, kezelést, kezelési, a kezelés

θεραπεία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tedavi, tedavisi, arıtma, işleme, muamele

θεραπεία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відхід, просочення, обертання, оброблення, догляд, лікування

θεραπεία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trajtim, trajtimi, trajtimi i, trajtimit të, trajtim të

θεραπεία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
терапия, лечение, обработка, третиране, лечението, на лечението

θεραπεία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лячэнне, лячэньне

θεραπεία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teraapia, kohtlemine, käsitlus, ravi, kohtlemise, raviks, kohtlemist

θεραπεία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tretiranju, terapija, liječenje, pročišćavanja, tretman, postupanje, obrada, liječenja

θεραπεία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atlot, meðferð, meðhöndlun, meðferðar, meðferð með, meðferðin

θεραπεία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
terapija, gydymas, gydymo, apdorojimas, gydymą, apdorojimo

θεραπεία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ārstēšana, izturēšanās, terapija, apstrāde, attieksme, ārstēšanas, ārstēšanu

θεραπεία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
третман, лекување, третманот, третман на, третирање

θεραπεία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
terapie, tratament, tratamentul, tratamentului, de tratament, tratarea

θεραπεία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zdravljenje, zdravljenja, obdelava, obravnavanje, obdelavo

θεραπεία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ošetrovaní, terapie, liečba, liečbu, liečby, terapia, ošetrenie

Στατιστικά δημοτικότητας: θεραπεία

Τυχαίες λέξεις