Dublować στα ελληνικά
Μετάφραση: dublować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Μεταφράσεις
- dublon στα ελληνικά - δουβλόνι
- dublowanie στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, Mirroring, κατοπτρισμός, Ο κατοπτρισμός, κατοπτρισμού, ...
- duby στα ελληνικά - Duby
- duch στα ελληνικά - φάντασμα, πνεύμα, ψυχή, φυλάξου, οπτασία, θάρρος, πνεύματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Dublować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού