Dworować στα ελληνικά
Μετάφραση: dworować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γελοιοποιώ, διασυρμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dworkowy στα ελληνικά - αρχοντικός, φεουδαλικά, κτηματικός, Κτηματικά, ο κτηματικός
- dworny στα ελληνικά - ευγενής, ευγενικός, αβρός, ευγενικό, αριστοκρατική
- dworski στα ελληνικά - ευγενής, ευγενικός, αβρός, ευγενικό, αριστοκρατική
- dworskość στα ελληνικά - αβρότητα, αβρότης, αρχοντιάς, αρχοντιά
Τυχαίες λέξεις
Dworować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γελοιοποιώ, διασυρμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Μεταφράσεις: γελοιοποιώ, διασυρμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό