Διασυρμός στα πολωνικά

Μετάφραση: διασυρμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
upokorzenie, wykpić, ośmieszać, wyśmiewać, szyderstwo, wyśmiać, dworować, poniżenie, obicie, cięgi, śmieszność, oczernianie, szkalowanie
Διασυρμός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασυρμός

διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, διασυρμός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • διαστολή στα πολωνικά - ekspansja, rozprzestrzenienie, wzrost, rozwój, rozszerzanie, rozwinięcie, rozszerzenie, ...
  • διαστρεβλώνω στα πολωνικά - przekręcać, nawój, zwichrowanie, osnowa, wypaczać, hol, marszczyć, ...
  • διασφαλίζω στα πολωνικά - eskorta, strzeżenie, gwarantować, umocować, spokojny, ochrona, zabezpieczenie, ...
  • διασχίζω στα πολωνικά - przeżegnać, zły, krzyżak, skośny, przechodzić, poprzeczny, zakreślać, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασυρμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: upokorzenie, wykpić, ośmieszać, wyśmiewać, szyderstwo, wyśmiać, dworować, poniżenie, obicie, cięgi, śmieszność, oczernianie, szkalowanie