Dysocjować στα ελληνικά

Μετάφραση: dysocjować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσυνθέτω, σαπίζω, διαχωρίζω, διίστανται, διαχωρίσει, διαχωριστεί, αποσυνδεθεί
Dysocjować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dyslokować στα ελληνικά - εξαρθρώνω, εξαρθρώ, εξαρθρώσει, να εξαρθρώσει, απορυθμίζουν τις
  • dysocjacja στα ελληνικά - διάσταση, διάστασης, διαστάσεως, διαχωρισμού, διάσπασης
  • dysonans στα ελληνικά - ασυμφωνία, διχόνοια, χασμωδία, παραφωνία, ασυμφωνίας, δυσαρμονία, dissonance
  • dysonansowy στα ελληνικά - παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
Τυχαίες λέξεις
Dysocjować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσυνθέτω, σαπίζω, διαχωρίζω, διίστανται, διαχωρίσει, διαχωριστεί, αποσυνδεθεί