Λέξη: μουσκεύω

Συνώνυμα: μουσκεύω

χαλαρώ, βρέχω, υγραίνω, κατουρώ, εμβρέχω, εμποτίζω, εμποτίζομαι, μουλιάζω, εμβρέχομαι, βουτώ, διαβρέχω, διαλύω, ισχναίνω, μαραίνω, λυώνω, κορεννύω

Μεταφράσεις: μουσκεύω

μουσκεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
saturate, drench, soak, ret, macerate

μουσκεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impregnar, calar, remojar, empapar, hartar, saturar, mojar, enriar, enríe, RET, retirado, r

μουσκεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
imprägnieren, durchnässung, säufer, durchtränken, regenguss, sauferei, einweichen, dusche, ret, aD, iR, rösten

μουσκεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rassasier, tremper, humecter, imprégner, saturons, assouvir, s'imbiber, imbiber, mouiller, saturer, macérer, saturez, rouir, trempage, saturent, ret, retraité, la retraite, à la retraite, TER

μουσκεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impregnare, inzuppare, saturare, saziare, macerare, RET, di RET, in pensione, RIT

μουσκεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deste, saturar, empapar, tais, satisfazer, tão, embeba, banhar, portanto, impregnação, macerar, RET, reten��o, de reten��o, de ret

μουσκεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzadigen, doortrekken, weken, roten, RET, bd, de RET, root

μουσκεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
впитаться, промачивать, пропитывать, размокнуть, переполнять, мочить, промочить, измачивать, впитываться, смолчать, смочить, смачивать, вымочить, помочить, пропекать, вымокать, в отставке, отставке, RET, РЭТ

μουσκεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ret, retro, retr, retro l

μουσκεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blöta, ret, retro, retr

μουσκεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kastella, liota, liottaa, liottaminen, liotus, kyllästää, ret, evp, PALU

μουσκεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
RET, r, hand, retr

μουσκεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
namořit, nasycovat, nasytit, máčet, impregnovat, namáčet, omočit, louhovat, sytit, nasáknout, napustit, napouštět, namočit, ret, retenční, vv, skreč, terminálu RET

μουσκεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przesiąknąć, wymoczyć, przepacać, namoczyć, nasiąkać, maczać, przesiąkać, przemakać, zmoczyć, zraszać, zarzucać, zmaczać, odmaczać, wpajać, przemaczać, nasycać, gnić, ret, retencji, nu, krecz

μουσκεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zuhé, ázás, korhelykedés, nagyivó, ivás, áztat, RET, ny, a ret

μουσκεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ıslanmak, ıslatmak, çürümek, RET, GERİ, tutunma

μουσκεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мочити, змочити, усмоктуватися, намочувати, змовчати, зросіть, намочити, промочити, наситьте, змочувати, у відставці

μουσκεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njom, qull, lag, ret

μουσκεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
накисване, кисна, Ret, на задържане

μουσκεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
у адстаўцы

μουσκεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leotama, küllastama, jootma, ligunema, RET, rets, retentsiooniaeg

μουσκεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prožeti, natopiti, promočiti, kvašenje, apsorpcija, zasititi, pljusak, neutralizirati, uroniti, upijanje, močiti, retencije, mirovini, vrijeme retencije, ret

μουσκεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bleyta, RET, USA & CA RET

μουσκεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pamerkti, merkti, RET, dirgti, mirkti

μουσκεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pūt, RET, NĪN, mērcēt, pūdēt

μουσκεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изгнивам, ret

μουσκεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
putrezi, RET, r, retenție, de retenție

μουσκεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
namočit, máčet, ret

μουσκεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ret, peru, pera, pery, lip
Τυχαίες λέξεις