Dywizja στα ελληνικά

Μετάφραση: dywizja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Dywizja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dywersyjny στα ελληνικά - ανατρεπτικός, ανατρεπτική, ανατρεπτικό, ανατρεπτικές, ανατρεπτικών
  • dywidenda στα ελληνικά - μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
  • dywizjon στα ελληνικά - προσταγή, διατάζω, προστάζω, εντολή, μονάδα, μονάδας, συσκευή, ...
Τυχαίες λέξεις
Dywizja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό