Λέξη: μπλόφα

Σχετικές λέξεις: μπλόφα

η μπλόφα, μπλόφα online, μπλόφα πάρτυ, μπλόφα παιχνίδι, μπλόφα (χαρτοπαίγνιο), μπλόφα κανόνες, μπλόφα συνώνυμο, μπλόφα αγγλικα

Συνώνυμα: μπλόφα

βράχος, οιηματίας

Μεταφράσεις: μπλόφα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bluff, bluffing, a bluff
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bluff, farol, acantilado, risco, pen ¢ asco
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bluff, bluffen, Bluff, Täuschung, Klippe, Klippe mit
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tromper, bobard, bluff, tromperie, abrupt, ardu, rapide, rude, duper, abuser, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inganno, bluff, scogliera, bluffare, promontorio, il bluff
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
blefe, ribanceira, Bluff, penhasco, blefar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bluffen, Bluff, bluf, klif, bluf met
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отвесный, запугивать, одурачивание, прямой, одурачивать, обмануть, надувательство, остроконечный, подбивать, обман, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
steil, bratt, bløffe, bløff, bløffen, Bluff, bløff med
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bluff, bluffa, bluffen, bluff med, bluffar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harhauttaa, hämätä, hämäys, petkuttaa, bluffi, Bluff, bluffata, bluffin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bluff, bluffe, bluff med, bluf
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oklamat, příkrý, kolmý, srázný, klamání, drsný, klamat, klam, blufovat, bluf, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
blefować, nabieranie, oszukiwać, niezgrabny, zmylić, blagować, zmylać, oszustwo, szorstki, blef, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
partmeredély, blöff, Bluff, blöfföt, blöffölni, blöffel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
blöf, dik, sarp, kurusıkı, uçurum
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обман, прямої, стрімчастий, прямовисний, прямій, блеф, обдурювання
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
blof, mashtrim, bllof, i ashpër, thiktë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
блъф, блъфира, блъфа, блъфирате
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блеф
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
bluffima, rannajärsak, bluff, Bluff linnas, bluffida
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obmanuti, litica, blef, odrješit, bluff, blefirati, blefer, blefu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hamar, BLUFF
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
blefas, Bluff, apgavystė, apgaudinėti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blefs, krauja, bluff, iebiedēšana, krasts
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
блеф, BLUFF, блефирање, гребен
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cacealma, bluf, Bluff, cacialma, la bluff
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blef, bluff, slepilo, blefirati, Zavarati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klam, blufovat, blufovať, blafovať
Τυχαίες λέξεις