Egzystować στα ελληνικά
Μετάφραση: egzystować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάρχω, ζω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- egzystencjalizm στα ελληνικά - υπαρξισμός, υπαρξισμό, υπαρξισμού, ο υπαρξισμός, τον υπαρξισμό
- egzystencjalny στα ελληνικά - υπαρξιακός, υπαρξιακή, υπαρξιακό, υπαρξιακής, υπαρξιακά
- einstein στα ελληνικά - Αϊνστάιν, Einstein, αινστάιν, του Αϊνστάιν, του Einstein
- ejakulacja στα ελληνικά - εκσπερμάτωση, εκσπερμάτιση, εκσπερμάτωσης, την εκσπερμάτωση, εκσπερμάτισης
Τυχαίες λέξεις
Egzystować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάρχω, ζω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Μεταφράσεις: υπάρχω, ζω, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν