Erekcja στα ελληνικά

Μετάφραση: erekcja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Erekcja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eratyczny στα ελληνικά - ασταθής, ακανόνιστη, ασταθείς, ακανόνιστες, ασταθή
  • erb στα ελληνικά - έρβιο, ερβίου, το έρβιο, Ερβιον
  • eremita στα ελληνικά - ερημίτης, ερημίτη, ασκητής, ερημιτών, ασκητή
  • erg στα ελληνικά - έργιο, ERG, της ERG, μονάδα εργασίας ή ενέργειας
Τυχαίες λέξεις
Erekcja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης