Λέξη: μακρηγορία

Συνώνυμα: μακρηγορία

απεραντολογία, πρώλιξ, ανακεφαλαίωση

Μεταφράσεις: μακρηγορία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prolixity, peroration
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prolijidad, la prolijidad, prolijo, una prolijidad, prolijos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weitschweifigkeit, Weitschweifigkeit, prolixity, Weitläufigkeit, Langatmigkeit, Weitläufigkeiten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prolixité, la prolixité, prolixe, de prolixité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prolissità, prolixity, prolissita, la prolissità, lungaggini
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prolixidade, prolixity, prolixo, ser prolixo, a prolixidade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvoerigheid, wijdlopigheid, breedsprakigheid, langdradigheid, langradigheid
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
многословие, нудность, тягучесть, растянутость
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prolixity
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prolixity
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
prolixity
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prolixity
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozvláčnost
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwlekłość, przewlekłość, pustosłowie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szószaporítás, szószátyárság
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
söz uzunluğu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
докладний, нудний, занудливий, багатослівність, багатослів'я, велемовність, многомовності
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prolixity
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
многословие, отегчителност, разтегленост, разлятост
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шматслоўе
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paljusõnalisus, prolixity
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opširan, dosadan, razvučen, opširnost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prolixity
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuobodumas, Pateiktoje Pernelyg daug faktų, ištęstumas, daugiažodiškumas, Liekvārdība
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
liekvārdība
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
prolixity
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plictiseală, prolixitatea, prolixitate, prolixității
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Opširnost
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozvláčnosť
Τυχαίες λέξεις