Finiszować στα ελληνικά

Μετάφραση: finiszować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπετάγομαι, ανάβλυση, τόνωση των πωλήσεών, απότομη και γρήγορη, φορτσάρω, αναβλύζω
Finiszować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • finezyjny στα ελληνικά - πρόστιμο, φίνος, ψιλή, εξεζητημένος, αίθριος, σοφιστικέ, καλλιεργημένος, ...
  • fingować στα ελληνικά - πλαστός, καμώματα, πλαστογραφία, κάλπικος, απάτη, εικονική, ψευδο, ...
  • fiolet στα ελληνικά - μενεξές, μωβ, βιολέτα, βιολετί, ιώδες, μοβ, ιώδους
  • fioletowy στα ελληνικά - μωβ, μενεξές, βιολέτα, βιολετί, ιώδες, μοβ, ιώδους
Τυχαίες λέξεις
Finiszować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπετάγομαι, ανάβλυση, τόνωση των πωλήσεών, απότομη και γρήγορη, φορτσάρω, αναβλύζω