Frachtować στα ελληνικά

Μετάφραση: frachtować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναυλώνω, πλοίο, καταστατικό, αποστέλλω, στέλνω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, αποστείλει
Frachtować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fracht στα ελληνικά - φορτίο, ναύλος, εμπορευματικών, εμπορευματικών μεταφορών, εμπορευματικές
  • frachtowanie στα ελληνικά - ναύλος, φορτωτικών, ναύλου, ναύλου τον
  • frachtowiec στα ελληνικά - φορτηγό πλοίο, φορτηγό, φορτηγού, ναυλωτή, εμπορικό πλοίο
Τυχαίες λέξεις
Frachtować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναυλώνω, πλοίο, καταστατικό, αποστέλλω, στέλνω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, αποστείλει