Λέξη: πυξίδα

Σχετικές λέξεις: πυξίδα

πυξίδα λευκωσία, πυξίδα online, πυξίδα silva, πυξίδα θεσσαλονίκη, πυξίδα λαμία, πυξίδα μκο, πυξίδα αγγλικά, πυξίδα βιβλιοπωλείο, πυξίδα χίος, πυξίδα στίχοι

Συνώνυμα: πυξίδα

κασετίνα, φέρετρο, κάσα, μικρό κιβώτιο, πύξη, περίμετρος, περιοχή, περιφέρεια

Μεταφράσεις: πυξίδα

πυξίδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compass, a compass, pyxis, the compass

πυξίδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ámbito, brújula, círculo, compás, alcance, la brújula, el compás, del compás

πυξίδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kompass, gebiet, reichweite, begreifen, rahmen, Kompass, Kompaß, compass

πυξίδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entourer, volume, comprendre, pourtour, boussole, cercle, tour, circuit, saisir, district, rond, contour, sphère, portée, prendre, encercler, compas, la boussole, compass, une boussole

πυξίδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capire, bussola, perimetro, compasso, della bussola, compass, la bussola

πυξίδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compasso, bússola, compass, da bússola, de bússola

πυξίδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kompas, scope, compass, het kompas, kompas van, passer

πυξίδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объём, диапазон, буссоль, компас, объем, компаса, компасом, компасу

πυξίδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kompass, kompasset

πυξίδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kompass, kompassen, kompas

πυξίδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yltää, ala, toimialue, rajat, piirittää, kompassi, kompassin, kompassia, compass, kompassista

πυξίδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kompas, område, kompasset, compass

πυξίδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
okruh, obejít, obvod, busola, obsáhnout, okrouhlý, buzola, kompas, obeplout, rámec, chápat, obklíčit, obklopit, získat, pochopit, rozumět, kompasu, compass, kompasem

πυξίδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakres, cyrkiel, objętość, koło, kompas, obręb, granica, busola, obwód, kompasu, compass, kompasem

πυξίδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tájoló, iránytű, iránytűvel, iránytűt, kompasz

πυξίδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pusula, compass, Pusulanın, pusulası, pergel

πυξίδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обсяг, компас, Кампус

πυξίδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
busula, busull, kompas, qarkoj, komplotoj, i kompasit

πυξίδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компас, компаса, на компаса, компасна

πυξίδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
компас

πυξίδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teostama, taipama, sirkel, kompass, kompassi, kompassid, ilmakaar

πυξίδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
područje, šestar, kompas, busola, kompasa, compass, kompasom koji

πυξίδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áttaviti, Áttavitinn, áttavita, áttavitanum, áttavitans

πυξίδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kompasas, kompaso, kompasą, kompasu, compass

πυξίδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saprast, kompass, aptvert, kompasu, kompasa, kompasam

πυξίδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
компасот, компас, шестар, компас за

πυξίδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
busolă, compas, busola, busolei, compasul

πυξίδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
busola, kompas, kompasa, orientacijske, compass

πυξίδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
buzola, kompas, compass, kompasu

Στατιστικά δημοτικότητας: πυξίδα

Τυχαίες λέξεις